μέδιμνος

μέδιμνος
μέδιμν-ος, , Hdt.7.187, etc.; , only v.l. in Id.1.192:—a corn-measure, Hes.Fr.160.3; μ. Ἀττικός, Σικελικός, Hdt. 1.192, Plb.2.15.1;
A

σιτηρός IG22.1013.27

; [

σῖτον] κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι Lys.22.12

;

μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι ἀργύριον X.HG3.2.27

; ὁ γὰρ νόμος . . κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν to make a contract for value exceeding a medimnus, Is.10.10: hence, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, i. e. he is no better than a woman, Ar.Ec.1025, cf. Sch.ad loc.; τῶν ἁλῶν μ., v. ἅλς (A).
II in Magna Graecia, = κρουνός 4, pipe of a fountain, D.S.12.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέδιμνος — a medimnus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”